Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το άνθος

  • 1 цвет

    цвет
    м
    1. (окраска) τό χρώμα, ὁ χρωματισμός:
    основные \цвета τά κύρια χρώματα, τά χρώματα τής ίριδος· темный \цвет τό σκοῦρο χρώμα· \цвет лица τό χρώμα (τοῦ προσώπου)· иметь хороший \цвет лица ἔχω καλό χρώμα·
    2. собир. τά ἄνθη, τά λουλούδια:
    ли́повый \цвет τό ἄνθος τής φλα· μουριάς·
    3. перен (лучшая часть) τό ἄνθος, ἡ ἀφρόκρεμα:
    \цвет общества ἡ ἀφρόκρεμα τής κοινωνίας· \цвет нау́ки τό ἄνθος τής ἐπιστήμης· ◊ быть в \цвету́ εἶμαι σέ ἄνθηση· в(о) \цвете лет στό ἄνθος τής ἡλικίας.

    Русско-новогреческий словарь > цвет

  • 2 цвет

    -а, πλθ. цвета α.
    χρώμα, χρωματισμός•

    красный цвет κόκκινο χρώμα•

    тмный цвет το σκούρο χρώμα•

    цвет кожи το χρώμα του δέρματος•

    смуглый цвет лица μελαχροινό χρώμα του προσώπου.

    α.
    1. (συνήθως πλθ. цветы -ов), λουλούδι, άνθος•

    живые -ы φυσικά άνθη•

    ис-куственные -ы τεχνητά άνθη•

    полевые -ы αγριολούλουδα.

    2. μτφ. το εκλεκτότερο μέρος από κάτι, η αφρόκρεμα•

    цвет молоджи το άνθος της νεολαίας•

    цвет науки το άνθος της επιστήμης.

    3. άνθιση, -μα, λουλούδισμα•

    в -у στο άνθισμα•

    до -а πριν το άνθισμα.

    || αθρσ. • τα άνθη, τα λουλούδια•

    липовый цвет τα λουλούδια της φλαμουριάς.

    εκφρ.
    дать цвет – ανθίζω, βγάζω λουλούδια•
    в (во) -е лет – στο άνθος της ηλικίας.

    Большой русско-греческий словарь > цвет

  • 3 цветок

    цветок м (мн. цветы) το λουλούδι, το άνθος
    * * *
    м
    мн. цветы το λουλούδι, το άνθος

    Русско-греческий словарь > цветок

  • 4 цвести

    цвету, цветшь, παρλθ. χρ. цвл, цвела, -ло, μτχ. ενστ. цветущий
    ρ.δ.
    1. ανθίζω, λουλουδίζω.
    2. μτφ. ευημερώ, ακμάζω,είμαι στο άνθος της ηλικίας• χαίρω άκρας υγείας•

    страна цветт η χώρα ακμάζει•

    цветут ла-уки и искусства ανθίζουν οι επιστήμες και οι Τέχνες•

    он цветт αυτός είναι στο άνθος της ηλικίας•

    сестра моя цветт здоровьем η αδερφή μου είναι κατάγερη•

    она цветт красотой αυτή είναι όμορφη σαν το λουλούδι.

    3. πρασινίζω από μούχλα. || καλύπτομαι από εξανθήματα.

    Большой русско-греческий словарь > цвести

  • 5 цветок

    бот. το άνθος, το λουλούδι

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цветок

  • 6 во

    во
    см. в· во цвете лет στό ἄνθος τής ἡλικίας· во всеуслышание είς ἐπήκοον ὅλων, δημοσία· во всеору́жии πάνοπλος, ὁπλισμένος ὡς τά δόντια· во что́ бы то ни стало πάση θυσία, μέ κάθε τρόπο, καλά καί σώνει· во главе ἐπί κεφαλής.

    Русско-новогреческий словарь > во

  • 7 засушивать

    засушивать
    несов, засушить сов ἀποξηραίνω, ξηραίνω:
    \засушивать цветок ἀποξηραίνω τό ἀνθος, ξηραίνω τό λουλούδι.

    Русско-новогреческий словарь > засушивать

  • 8 махровый

    махров||ый
    прил
    1. бот. μέ διπλά πέταλα:
    \махровый цветок τό ἄνθος μέ διπλά πέταλά
    2. перен:
    \махровый· реакционер μαύρος ἀντιδραστικός· ◊ \махровыйое полотенце ἡ χνουδωτή πετσέτα,

    Русско-новогреческий словарь > махровый

  • 9 расцвет

    расцвет
    м
    1. ἡ ἄνθήση [-ις], τό ἄνθι-σμα·
    2. перен ἡ ἄνθήση [-ις], ἡ ἀκμή:
    \расцвет промышленности ἡ ἄνθηση τής βιομηχανίας, ἡ ἀκμή τής βιομηχανίας· в \расцвете лет στό ἄνθος τής ήλικίας· в \расцвете сил στήν ἀκμή τών δυνάμεων.

    Русско-новогреческий словарь > расцвет

  • 10 тяиуться

    тяи||у́ться
    1. (о веревке, нитке и т. п.) τεντώνομαι, ἀπλώνομαι, εἶμαι τεντωμένος·
    2. (о густом, клейком) ρέω (или τρέχω) πολύ σιγά/ τεντώνομαι, ἀνοί-γω (о резине, коже и т. п.)·
    3. (длиться) διαρκώ, συνεχίζομαι/ κυλαω ἀργά (медленно):
    болезнь тянется уже месяц ἡ ἀρρώστεια διαρκεί ήδη ἕνα μήνα· разговор тянется слишком долго ἡ συζήτηση παρατείνεται πολύ· время тянется однообразно ὁ καιρός κυλάει μονότονα·
    4. (простираться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:
    за деревней тянутся поля ἔξω ἀπό τό χωριό ἀπλώνονται τά χωράφια·
    5. (двигаться медленно) σέρνομαι, πηγαίνω·
    6. (потягиваться) τεντώνομαι, ἐκτείνομαι·
    7. (стремиться κ чему-л.) τείνω, στρέφομαι/ перен ἔχω ζήλο γιά, μέ τραβάει:
    цветок тянется к со́лнцу τό ἀνθος στρέφεται προς τόν ήλιο· \тяиутьсяу́ться к знаниям ἔχω ζήλο γιά μάθηση·
    8. (стремиться сравняться с кем-л., не отставать):
    \тяиуться у́ться за товарищами δέν μένω πίσω ἀπό τους συντρόφους μου· ◊ из трубы \тяиутьсяу́лся легкяй дымо́к ἀπ' τό φουγάρο ἔβγαινε ἀραιός καπνός.

    Русско-новогреческий словарь > тяиуться

  • 11 цветение

    цветен||ие
    с ἡ ἄνθηση [-ις], τό ἄνθισμα, τό λουλούδισμα:
    время \цветениеия ἡ ἀνθοφορία, ὁ ἀνθος.

    Русско-новогреческий словарь > цветение

  • 12 цветок

    цвет||ок
    м τό ἄνθος, τό λουλούδι:
    полевые \цветокы τά ἀγριολούλουδα· живые \цветокы τά φυσικά ἄνθη· искусственные \цветокы τά τεχνητά λουλούδια· собирать \цветокы μαζεύω λουλούδια.

    Русско-новогреческий словарь > цветок

  • 13 пустоцвет

    [πουστατσβιέτ] ουσ. α. άκαρπο άνθος

    Русско-греческий новый словарь > пустоцвет

  • 14 цветок

    [τσβιτόκ] ουσ. α. άνθος, λουλούδι

    Русско-греческий новый словарь > цветок

  • 15 пустоцвет

    [πουστατσβιέτ] ουσ α άκαρπο άνθος

    Русско-эллинский словарь > пустоцвет

  • 16 цветок

    [τσβιτόκ] ουσ α άνθος, λουλούδι

    Русско-эллинский словарь > цветок

  • 17 квинтэссенция

    θ. (γραπ. λόγος) πεμτουσία. || μτφ. το κυριότερο, το βασικότερο, το κάλλιστο• το άνθος, ο αιθέρας• το άκρον άωτον.

    Большой русско-греческий словарь > квинтэссенция

  • 18 Лета

    θ.
    Λήθη.
    εκφρ.
    кануть в -у – ξεχνιέμαι εντελώς, παραδίνομαι στη λήθη.
    лет πλθ. τα χρόνια, τα έτη. || ηλικία•

    человек средних лет άνθρωπος μεσήλικος.

    εκφρ.
    в -ах – μεσήλικος•
    на цвете лет – στο άνθος της ηλικίας•
    на старости лет – στα γεράματα, στα γηρατειά•
    по молодости лет – λόγω της νεανικής ηλικίας•
    с детских лет – από τα παιδικά χρόνια; αποτην παιδική ηλικία.

    Большой русско-греческий словарь > Лета

  • 19 маргаритка

    θ.
    μαργαρίτα (φυτό και άνθος).

    Большой русско-греческий словарь > маргаритка

  • 20 молодость

    θ.
    νεανική ηλικία, νεότητα, νιότη, τα νεανικά χρόνια•

    ранняя молодость το άνθος της νεότητας, τα μαγιάπριλα της ζωής•

    в дни -и στη νεανική ηλικία, στα νεανικά χρόνια•

    не первой -и όχι νεαρής ηλικίας, ενήλικος•

    молодость прошла τα νιάτα πέρασαν.

    Большой русско-греческий словарь > молодость

См. также в других словарях:

  • άνθος — άνθος, το και άνθι, το και ανθός, ο και αθός, ο 1. το μέρος του φυτού στο οποίο υπάρχουν τα όργανα της αναπαραγωγής, το λουλούδι: Η λεμονιά είναι γεμάτη άνθη. 2. το εκλεκτότερο μέρος από ένα σύνολο: Στη Σικελία χάθηκε το άνθος του αθηναϊκού… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἄνθος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθος — blossom neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • Άνθος Χαρίτων — Τίτλος ανθολογίας του 16ου αι. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1546. Είναι γραμμένη στη δημοτική γλώσσα και αποτελείται από 35 κεφάλαια. Περιέχει αποφθέγματα διαφόρων συγγραφέων, οι οποίοι συχνά αναφέρονται με παραποιημένα τα ονόματά… …   Dictionary of Greek

  • ἄνθει — ἄνθος blossom neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄνθεϊ , ἄνθος blossom neut dat sg (epic ionic) ἄνθος blossom neut dat sg ἄ̱νθει , ἀνθέω blossom imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀνθέω blossom pres imperat act 2nd sg (attic epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθεα — ἄνθος blossom neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθεος — ἄνθος blossom neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθεσι — ἄνθος blossom neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνθεσιν — ἄνθος blossom neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»